«Ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα», λέει η παροιμία. Ο Μάιος είναι ο μήνας της άνοιξης στα καλύτερά της: η φύση είναι ανθισμένη και γεμάτη ζωή. Είναι ο μήνας της νεότητας και πήρε το όνομά του από τη ρωμαϊκή θεότητα Μάγια, που σχετίζεται με την ελληνική Μαία – τροφό και μητέρα. Η Μάγια έχει ταυτιστεί με τη νύμφη Μαία, μητέρα του Ερμή, στον οποίο είναι αφιερωμένος ο Μάιος.
Οι λαϊκές ονομασίες του μήνα αντλούν έμπνευση από τη φύση:
Κυρίαρχο πανελλήνιο έθιμο την Πρωτομαγιά είναι η κατασκευή στεφανιών από λουλούδια και στάχυα («Μάηδες», «Μαγιοστέφανα») για να εξασφαλιστεί η ευφορία της γης. Τα στεφάνια αυτά τοποθετούνται στις εξώπορτες ή στα μπαλκόνια και παραμένουν εκεί έως τις 24 Ιουνίου, οπότε καίγονται στις φωτιές του Αϊ-Γιάννη. Συχνά περιέχουν ένα σκόρδο ή ένα αγκάθι, ως φυλαχτά κατά του κακού. Ένα έθιμο χαράς, άνθησης και αναγέννησης.
Ένα άλλο γνωστό έθιμο είναι των Αναστενάρηδων, όπου οι συμμετέχοντες περπατούν πάνω σε πυρακτωμένα κάρβουνα, σε μια τελετουργία με αρχέγονες ρίζες.
Μυθολογικά, ο Μάιος είναι ο μήνας της επιστροφής της Περσεφόνης από τον Άδη στον επάνω κόσμο, και έτσι θεωρείται μήνας που συνυπάρχουν το φως και το σκοτάδι, η αναγέννηση και ο θάνατος.
Μαζί με τον Μάιο έρχονται και οι γιορτές των λουλουδιών, από τις αρχαιότερες εορτές: τα Ανθεστήρια ή Ανθεοφόρια, αφιερωμένα στη θεά Δήμητρα. Κατά τη διάρκειά τους, πομπές με κανηφόρες κρατούσαν άνθη και βάδιζαν προς τα ιερά. Σύμφωνα με τη μυθολογία, στα Ανθεστήρια ανασταινόταν ο θεός Ευάνθης, ένα επίθετο του Διονύσου, και από το αίμα του φύτρωνε η άμπελος.
Ο Μάιος είναι και ο μήνας που:
Παρόλο που θεωρείται ο τελευταίος μήνας της άνοιξης, στην πραγματικότητα βρίσκεται στην καρδιά της, καθώς το καλοκαίρι αρχίζει επίσημα στις 21 Ιουνίου.
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες / μέρα Μαγιού σε χάνω…
Η μάνα που θρηνεί το γιο της
ΚΑΙ ΠΑΛΙ - Ιωάννης Πολέμης
Και πάλι, να, ο Μάιος για νάλθει ξεκινά
Και διασκελίζει θάλασσες και κάμπους και βουνά.
Κρατεί ανθούς στα χέρια του και γύρω τους σκορπά
Κι όπου περάσει και διαβεί παντού μοσχομυρίζει.
Αχ, Μάη αν σ’ αγάπησα κι αν σ’ αγαπώ ακόμα
Ρίξε δροσάτα λούλουδα και στόλισε το χώμα
Που θα διαβεί η αγάπη μου – Δεν θέλω όπου πατήσει
Άλλο από ρόδα και μυρτιές το πόδι της ν’ αγγίξει.
🎵 Ακούστε ένα σχετικό τραγούδι:
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ο Μάιος σηματοδοτεί και το τέλος των μαθημάτων και την έναρξη των επαναλήψεων για τις προαγωγικές εξετάσεις. Παράλληλα, αρχίζει να ωριμάζει το όνειρο της καλοκαιρινής ξεγνοιασιάς.
ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ!!! ΜΕ ΥΓΕΙΑ, ΧΑΡΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΟ!!!
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΟΙ ΝΕΕΣ ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΜΑΣ:
Η Ειρήνη και ο Γιάννης, δυο αδερφάκια, κάνουν ένα σωρό κουβέντες για ό,τι παράξενο τους συμβαίνει με ένα πάνινο γαϊδουράκι που έχει στο στήθος του ένα φερμουάρ κι αν το ανοίξεις, βρίσκεις μια κόκκινη καραμέλα: την καρδιά του.
Η ζωή στην προσφυγιά ιδωμένη μέσα από παιδικά μάτια. Αφηγητής το πάνινο γαϊδουράκι των παιδιών.
Η ιστορία συνδεδεμένη με την πολιτική διατρέχει το σύντομο αυτό μυθιστόρημα, που αναφέρεται στο δύσκολο θέμα της ζωής των πολιτικών προσφύγων μ’ ένα ιδιαίτερα συναισθηματικό και παιδικότροπο ύφος.
Η Ζωή κι ο Παναγιώτης είναι δώδεκα χρονών. Γνωρίζονται σ’ ένα γραφικό χωριουδάκι της Αίγινας. Ταιριάζουν πολύ, κάνουν κοινά όνειρα. Κι αποφασίζουν να κάνουν το «γάμο» τους αμέσως. Παιδικά παιχνίδια το καλοκαίρι του ’35.
Καλοκαίρι στη θαλασσινή πόλη. Μια μεγάλη παρέα παιδιών ζουν τις χαρές των διακοπών ανέμελα, κολυμπώντας, παίζοντας, αλλάζοντας μυστικά, λόγια αγάπης, νέα του άγνωστου κόσμου. Αγαπημένο τους στέκι, ένας ολάνθιστος κήπος με αρχαία αγάλματα, προφυλαγμένα εκεί ως να σταλούν στο Μουσείο της Σπάρτης. Τα είχαν βρει οι μικροί φίλοι παίζοντας, βαθιά θαμμένα στην άμμο, τα είχαν καθαρίσει, τα είχαν θαυμάσει· τα αγάπησαν. Καταλάβαιναν ότι έρχονταν σταλμένα από τους μακρινούς προγόνους και ο νους τους έτρεχε, θαμπωμένος, σ’ εκείνους και στην τέχνη τους της ομορφιάς. Ρώτησαν, έμαθαν, σεβάστηκαν την ιστορία και την πατρίδα.
Τα παιδιά, τα αγάλματα, η θάλασσα, το ξένοιαστο καλοκαίρι, τα διάφορα γεγονότα, τα αυριανά όνειρα, η ζωή στην ήσυχη πόλη, τα τραγούδια από τα καφενεία και τις βάρκες, οι συγγενείς ναυτικοί με τις ειδήσεις της θάλασσας, αλλά και η γνωριμία όλων με το ιερό πρόσωπο της πατρίδας που ακτινοβολούσε απλότητα και κάλλος ψυχής, προσδίδουν στο βιβλίο τη χαρά και τη χάρη που γεύτηκαν οι τυχεροί φίλοι, στην παρέα των οποίων ανήκε και η συγγραφέας.
Ο Στρεψιάδης, ένας γέρος Αθηναίος χωριάτης, αναγκάστηκε να αφήσει το κτήμα του και να κλειστεί στην Αθήνα, λόγω των συχνών επιδρομών που έκαναν οι Σπαρτιάτες στην Αττική, την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Παντρεμένος με μία αριστοκράτισσα Αθηναία απέκτησαν ένα γιο, τον Φειδιππίδη, που αναθρεμμένος σαν αριστοκράτης, έφτασε στο σημείο να καταχρεώσει τον πατέρα του με τις σπατάλες του. Στριμωγμένος ο Στρεψιάδης από τους δανειστές του παίρνει την απόφαση να στείλει το γιο του στο Φροντιστήριο του Σωκράτη για να μάθει τον άδικο και τον δίκαιο λόγο, ώστε να μπορεί να δικαιώνεται στις δίκες και να γλιτώσει από τα διάφορα δανεικά και αγύριστα. Ο Φειδιππίδης, δεν έχει καμιά όρεξη να κλειστεί στη σχολή κι έτσι, ο γέρο Στρεψιάδης, αναγκάζεται να φοιτήσει ο ίδιος στο Φροντιστήριο. Γρήγορα όμως ο Σωκράτης τον διώχνει ως ανεπίδεκτο μαθήσεως και τελικά πείθει τον γιο του να φοιτήσει στη σχολή του μεγάλου φιλοσόφου. Σύντομα θα αντιληφθεί πως όλα τα μαθήματα που πήρε ο γιος του, θα τα πληρώσει ο ίδιος και πικρά μάλιστα
Μετά το απρόσμενο ταξίδι τους στην Κρήτη του Μίνωα οι τέσσερις χρονοταξιδιώτες ο Αλέξανδρος, ο Κωσταντής, ο Νικόλας και η Ειρήνη στην προσπάθειά τους να επισκευάσουν τη χρονομηχανή για να επιστρέψουν στην εποχή τους, μεταφέρθηκαν κατά λάθος στην Ενετική Κρήτη. Εκεί γνώρισαν την Αρετή, τη Μπιάνκα και το Φάμπιο ένα γενναίο ιππότη. Μπλέχτηκαν σε παράξενες καταστάσεις και βρέθηκαν στη φυλακή. Κι ενώ αγωνίζονται να γλυτώσουν τη ζωή τους συναντούν τον ΠιέτροΛογκομπάρντο, ένα ενετό ευγενή, ο οποίος κρύβει ένα σκοτεινό μυστικό.