Tο υγρό πυρ, γνωστό στους Δυτικούς ως ελληνικό πυρ, ήταν ένα εμπρηστικό όπλο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που εφευρέθηκε τον ύστερο 7ο αιώνα μ.Χ.. Εκτοξευόμενο από καταπέλτες, αλλά κυρίως από πεπιεσμένους σίφωνες, το υγρό πυρ είχε την ιδιότητα να μην σβήνει στο νερό.
Ως εκ τούτου, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόκρουση των αραβικών πολιορκιών της Κωνσταντινούπολης και σε αρκετές ναυτικές συμπλοκές με τους Άραβες. Περιβαλλόταν με άκρα μυστικότητα, με αποτέλεσμα να αγνοούμε σήμερα την ακριβή σύστασή του. Το βυζαντινό υγρό πυρ δεν πρέπει να συγχέεται με παρόμοιες εμπρηστικές ουσίες που χρησιμοποίησαν οι Άραβες και άλλα κράτη, και που στη διεθνή βιβλιογραφία συνήθως αναφέρονται συλλογικά ως «ελληνικό πυρ».
Όπως δείχνουν και οι προειδοποιήσεις του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, τα συστατικά και oι διαδικασίες παραγωγής αλλά και εξαπόλυσης του υγρού πυρός ήταν άκρως απόρρητα μυστικά. Η μυστικότητα που το περιέβαλλε ήταν τόση, που η σύνθεση του υγρού πυρός χάθηκε και έκτοτε αποτελεί αντικείμενο διαφόρων εικασιών. Ανά τους αιώνες, η αναζήτηση της χαμένης αυτής φόρμουλας έχει μονοπωλήσει σχεδόν την έρευνα γύρω από το υγρό πυρ. Εντούτοις, το υγρό πυρ πρέπει να γίνει αντιληπτό ως ένα ολοκληρωμένο οπλικό σύστημα αποτελούμενο από διάφορα επιμέρους κομμάτια, τα οποία ήταν όλα απαραίτητα για την αποτελεσματική του δράση.