Η διαμεσολάβηση είναι πρόγραμμα και διαδικασία όπου μαθητές της ίδιας ηλικίας διευκολύνουν την επίλυση συγκρούσεων μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων. Η διαδικασία αυτή έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στην αλλαγή του τρόπου που οι μαθητές κατανοούν και επιλύουν τις συγκρούσεις στη ζωή τους. Οι αλλαγές αυτές περιλαμβάνουν βελτίωση της αυτοεκτίμησής τους, της δυνατότητας να ακούνε και να ασκούν την κριτική τους σκέψη, και την εδραίωση του σχολείου ως χώρου μαθήσης καθώς και τη μείωση των πειθαρχικών ενεργειών και των καβγάδων.
Μία διαμεσολάβηση δεν είναι δικαστήριο, αλλά μία εξεύρεση λύσης με τη βοήθεια ενός ουδέτερου προσώπου, το οποίο διευθύνει μία συζήτηση στην οποία τα δύο μέρη λαμβάνουν οικειοθελώς μέρος . Οι εμπλεκόμενοι σε μια φιλονικία μπορούν να απευθύνονται από μόνοι τους στους μεσολαβητές ή να σταλούν από τους καθηγητές ή τους συμμαθητές τους ή να κληθούν από τους ίδιους τους μεσολαβητές. Η ίδια η διαμεσολάβηση λαμβάνει χώρα στο δωμάτιο των μεσολαβητών.
Οι συνομήλικοι μεσολαβητές δεν «αποφασίζουν» αλλά εργάζονται προς μια επιτυχημένη και από τις δύο μεριές λύση ώστε να αποφευχθούν περεταίρω προβλήματα. Δοκιμάζουν να φέρουν τις δύο πλευρές σ΄ ένα τραπέζι και να αποσοβήσουν την κλιμάκωση. Προκειμένου να διευθετούν μια διαφορά , πρέπει οι μεσολαβητές να προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο. Όταν όμως δεν μπορούν να καταφέρουν τίποτε , τότε πρέπει να εγκαταλείπουν το περιστατικό έτσι ώστε για παράδειγμα ο διδάσκων να παίρνει πειθαρχικά μέτρα.